- τουράκι
- το, Ν1. στενόμακρο ξύλινο κάθισμα σε βάρκα2. κινητό ξύλινο κάθισμα από μακρόστενη σανίδα, καρφωμένη σε δύο κάθετα στηρίγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εδώλιο — το 1. έδρα, θρανίο, έδρανο, πάγκος (γενικά, κάθισμα για δύο ή περισσότερα άτομα): Τα εδώλια της Βουλής. 2. (ναυτ.), τα καθίσματα των κωπηλατών, σέλμα, πάγκος, τουράκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)